σέρφος

σέρφος
σέρφος
gnat
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σέρφος — και, κατά τον Ησύχ., σύρφος, ὁ, Α 1. μικρό πτερωτό έντομο, πιθανώς είδος πτερωτού μυρμηγκιού 2. παροιμ. φρ. «ἔνεστι κἀν μύρμηκι κἀν σέρφῳ χολή» ακόμη και ο μικρός και ασήμαντος άνθρωπος μπορεί να βλάψει κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης… …   Dictionary of Greek

  • σέρφοι — σέρφος gnat masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέρφον — σέρφος gnat masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέρφου — σέρφος gnat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέρφους — σέρφος gnat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέρφῳ — σέρφος gnat masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέριφος — Νησί των Κυκλάδων, που βρίσκεται μεταξύ Σίφνου και Κύθνου (έκταση 73,23 τ. χλμ.). Το νησί υπάγεται διοικητικά στην επαρχία Μήλου. Η οικονομία του στηρίζεται σε καλλιέργειες οπωρόδεντρων, λαχανοκηπουρικών και εσπεριδοειδών, περιορισμένης όμως… …   Dictionary of Greek

  • σύρφος — ὁ, Α βλ. σέρφος …   Dictionary of Greek

  • er-2, eri- —     er 2, eri     English meaning: goat; sheep     Deutsche Übersetzung: “Bock; Schaf, Kuh, Damtier”; perhaps ursprũnglich “Horntier”     Material: Arm. or oj (assimil. from *er oj) “ a lamb, usually for sacrifice, a ewe lamb “, erinj “ young… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”